- οιησίσοφος
- οἰησίσοφος, -ον (ΑΜ)αυτός που θεωρεί αλαζονικά τον εαυτό του σοφό, ο δοκησίσοφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴησις + σοφός (πρβλ. δοκησί-σοφος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰησίσοφος — wisein his own conceit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰησίσοφον — οἰησίσοφος wisein his own conceit masc/fem acc sg οἰησίσοφος wisein his own conceit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰησισόφοις — οἰησίσοφος wisein his own conceit masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰησισόφων — οἰησίσοφος wisein his own conceit masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιησισοφία — οἰησισοφία, ἡ (Α) [οιησίσοφος] το να θεωρεί κάποιος τον εαυτό του σοφό, δοκησισοφία … Dictionary of Greek
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek